- λεβεντάνθρωπος
- ο1) статный, молодцеватый человек; 2) душа-человек, душа нараспашку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεβεντάνθρωπος — και λεβεντάθρωπος, ο 1. άνδρας με παράστημα, εμφάνιση και τρόπους λεβέντη 2. άνδρας αρχοντικός στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις 3. άνδρας γενναιόδωρος … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek